Στις 6 Μαρτίου του 1994 πέθανε η Μελίνα Μερκούρη, χαρισματική ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και σημαντική πολιτικός.
Η Μελίνα Μερκούρη, η Ελληνίδα που συγκίνησε τον κόσμο υπήρξε μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και ηγετική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Ηταν η γυναίκα που έκανε γνωστή στα πέρατα του κόσμου την Ελλάδα όσο καμία άλλη. Η Μελίνα του «Ποτέ την Κυριακή» που αναστάτωσε τις Κάννες με το συρτάκι, η Μελίνα του αντιδικτατορικού αγώνα που ενόχλησε τους συνταγματάρχες σε βαθμό που της αφαίρεσαν την ιθαγένεια, η Μελίνα των Γλυπτών του Παρθενώνα που διεκδίκησε την επιστροφή τους μέχρι το θάνατο της, η Αμαλία — Μαρία (όπως τη βάφτισαν) Μερκούρη, η υπουργός Πολιτισμού των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σπάνια ένας άνθρωπος, μόνο με το μικρό του όνομα, μένει στη συνείδηση του κόσμου και η Μελίνα Μερκούρη το είχε καταφέρει. Ήταν η Μελίνα της «Στέλλας», η Ίλια στα «Παιδιά του Πειραιά», η «Μήδεια», η «Φαίδρα», η παρηκμασμένη σταρ Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο στο θεατρικό «Γλυκό πουλί της νιότης».
Πίστευε ακράδαντα ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας». Ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του. «Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον Πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της, η περιουσία της. Και αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς» είχε πει η ίδια σε μια συνέντευξη της στην ΕΡΤ
Οραματιζόταν μέχρι τον θάνατό της την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Η ίδια ξεκίνησε την εκστρατεία θίγοντας το θέμα επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για μας», δήλωνε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και τόνιζε «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
Προκειμένου να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών, το 1989 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός νέου Μουσείου της Ακρόπολης, δίνοντας παράλληλα έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης της Ακρόπολης αλλά και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το 1983 έθεσε το ερώτημα «Πώς είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί;» ενώπιον των υπουργών Πολιτισμού της τότε ΕΟΚ, σημειώνοντας πως ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και πως η ευρωπαϊκή ταυτότητα «βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία». Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα.
Γεννημένη τον Οκτώβριο του 1920 η Μελίνα Μερκούρη ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη.
Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1945 με το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»).. Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμηνεύει τον ρόλο της Μπλάνς Ντιμπουά (1949). Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.
Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου εμφανίζεται σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ. Εκεί γνωρίζει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ και τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη».
Δύο χρόνια αργότερα, με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρόταση να πρωταγωνιστήσει στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Η εμφάνισή της στο φεστιβάλ Καννών το 1956 θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της διά βίου, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).
Με τον ρόλο της Ίλια στο «Ποτέ την Κυριακή» αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη – Ilya darling, η Μελίνα Μερκούρη αποκτά πλέον διεθνή φήμη. Για τη συμμετοχή της στην ταινία θα πάρει στις Κάννες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (μαζί με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile).
Η Μελίνα Μερκούρη πάλεψε για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Για την αντιδικτατορική της δράση, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του 1967. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας γύρισε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε. Εκλέχθηκε με το ΠΑΣΟΚ το 1981 και ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε ως το τέλος της πρώτης οκταετίας των κυβερνήσεων Παπανδρέου.
Στην είδηση του θανάτου της, στις 6 Μαρτίου του 1994, ο διεθνής Τύπος προέβη σε αναλυτικά αφιερώματα για τη ζωή της, ενώ στο Μπρόντγουεϊ τα θέατρα παρέμειναν κλειστά την ώρα που πάνω από ένα εκατομμύριο συγκινημένοι πολίτες την συνόδευαν στην τελευταία της κατοικία, στο Α΄ Νεκροταφείο. Κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους.
Το 2007 με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη θεσπίστηκε το “Θεατρικό Βραβείο Μελίνα Μερκούρη” το οποίο απονέμεται ετησίως για την καλύτερη ερμηνεία νέας γυναίκας ηθοποιού κατά την προηγούμενη θεατρική περίοδο. Στην ηθοποιό μαζί με το χρηματικό έπαθλο περιέρχεται και η καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη την οποία παραδίδει στην επόμενη βραβευθείσα. Το βραβείο αφορά σε υποψήφιες απόφοιτες δραματικής σχολής, με μια ικανή πορεία στις θεατρικές σκηνές, με συμμετοχές σε παραστάσεις και ερμηνείες σε ρόλους τέτοιες, που να έχουν αναδείξει και αποδείξει το ταλέντο τους.